ἀναίσχυντα

ἀναίσχυντα
ἀναίσχυντος
shameless
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναισχυντογραφία — η το να γράφει κανείς αναίσχυντα, ανήθικα πράγματα, ανηθικογραφία, πορνογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισχυντογράφος. Η λ. «αναισχυντογραφίαι» μαρτυρείται από το 1863 στον Ιω. Σταματέλο, φιλόλογο και συγγραφέα] …   Dictionary of Greek

  • απαναισχυντώ — ἀπαναισχυντῶ ( έω) (Α) 1. έχω την αναίδεια να πω ή να πράξω κάτι 2. αρνούμαι αναίσχυντα, χωρίς ντροπή …   Dictionary of Greek

  • εντροπιασμένα — και ντροπιασμένα (Μ ἐντροπιασμένα και ντροπιασμένα) επίρρ. 1. επαίσχυντα, ντροπιασμένα 2. με τρόπο που προκαλεί ντροπή, αδιάντροπα, αναίσχυντα …   Dictionary of Greek

  • ευπαρρησιασμένως — εὐπαρρησιασμένως (Μ) επίρρ. με θράσος, με αδιαντροπιά, αναίσχυντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρρησιάζομαι «μιλώ με παρρησία»] …   Dictionary of Greek

  • καταναισχυντώ — καταναισχυντῶ, έω (Α) φέρομαι αναίσχυντα …   Dictionary of Greek

  • κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιάντροπος — και ξαδιάντροπος, η, ο (Μ ξεδιάντροπος, η, ον) αναίσχυντος, αδιάντροπος. επίρρ... ξεδιάντροπα με ξεδιάντροπο τρόπο, αναίσχυντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αδιάντροπος] …   Dictionary of Greek

  • πάναισχρος — πάναισχρος, ον (Α) 1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης* 2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος. επίρρ... παναίσχρως (ΑΜ) αισχρότατα, αναίσχυντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσχρός] …   Dictionary of Greek

  • αναίσχυντος — η, ο επίρρ. α αδιάντροπος, αναιδής, θρασύς: Όλα όσα διαδίδει είναι αναίσχυντα ψέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”